Γενικός όρος για τις οδούς από τα ανοίγματα του στόματος και της μύτης ως τις κυψελίδες (αεροφόρες κοιλότητες των πνευμόνων) μέσα από τις οποίες κινείται ο αέρας προς και από τους πνεύμονες. Οι αεροφόρες οδοί περιλαμβάνουν τις ρινικές οδούς, τη στοματική κοιλότητα, το ανώτερο τμήμα του φάρυγγα, το λάρυγγα, την τραχεία, τους βρόγχους (κύριες αεροφόρες οδοί πνευμόνων) και τα βραγχιόλια (τελικές αεροφόρες οδοί των βρόγχων που καταλήγουν στις κυψελίδες)
ΑΕΡΟΦΟΡΩΝ ΟΔΩΝ, ΑΠΟΦΡΑΞΗ ΤΩΝ Στένωση ή αποκλεισμός των αναπνευστικών οδών. Η απόφραξη μπορεί να οφείλεται σε ξένο σώμα, π.χ. τεμάχιο τροφής, που ενσφηνώνεται σε τμήμα των ανωτέρων αναπνευστικών οδών και είναι δυνατό να οδηγήσει σε πνιγμονή. Απόφραξη μπορούν να προκαλέσουν και ορισμένες παθήσεις, όπως η διφθερίτιδα, που προσβάλλουν τις αεροφόρους οδούς. Επίσης ο σπασμός των μυiκών τοιχωμάτων των αεροφόρων οδών, όπως στο βρογχόσπασμο (χαρακτηριστικό στοιχείο του άσθματος και της βρογχίτιδας) προκαλεί αναπνευστική δυσχέρεια. (βλ. και Αναπνοή, τεχνητή).
|