Φάρμακο χρησιμοποιούμενο στη θεραπεία της βαριάς ρευματοειδούς αρθρίτιδας και άλλων αυτοάνοσων διαταραχών (καταστάσεις στις οποίες το σύστημα της ανοσίας του σώματος προσβάλλει τους σωματικούς ιστούς). Η αζαθειοπρίνη χορηγείται όταν αποτύχει η επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου ή η βελτίωση των συμπτωμάτων με άλλα φάρμακα (π.χ. κορτικοστεροειδή και άλλα αντιρρευματικά). Είναι επίσης ένα από τα φάρμακα παρεμπόδισης της απόρριψης μοσχευμάτων οργάνων (βλ. Μεταμοσχεύσεων, χειρουργική των).
ΤΡΟΠΟΣ ΔΡΑΣΗΣ Η αζαθειοπρίνη μειώνει την αποτελεσματικότητα του συστήματος ανοσίας του οργανισμού εμποδίζοντας των πολλαπλασιασμό των λεμφοκυττάρων (ενός τύπου λευκοκυττάρων). Τα λεμφοκύτταρα καταστρέφουν τις πρωτεiνες που δεν βρίσκονται φυσιολογικά στο σώμα και, σε περίπτωση αυτοάνοσης διαταραχής, προσβάλλουν πρωτεiνες τις οποίες το σύστημα ανοσίας αναγνωρίζει ως «ξένες».
ΠΙΘΑΝΕΣ ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΕΣ ΕΠΙΔΡΑΣΕΙΣ Είναι δυνατό να παρατηρηθούν παθολογικές αιμορραγίες και αύξηση της ευαισθησίας στις λοιμώξεις λόγω μείωσης της παραγωγής κυττάρων του αίματος.
|