Γενικός όρος με τον οποίο εννοείται η έλλειψη ζωντάνιας ή δύναμης που αποτελεί συχνό σύμπτωμα πολλών καταστάσεων, όπως π.χ. προβλημάτων του συναισθήματος και διαφόρων διαταραχών που επηρρεάζουν την καρδιά, το νευρικό σύστημα, τα οστά, τις αρθρώσεις και τους μυς. Όταν οφείλεται σε διαταραχές του συναισθήματος (π.χ. σε κατάθλιψη), η αδυναμία μπορεί να αντιπροσωπεύει την έλλειψη μάλλον επιθυμίας ή φιλοδοξίας παρά μυiκής ισχύος, Πιο συγκεκριμένα, ο όρος αδυναμία χρησιμοποιείται για την περιγραφή της ελάττωσης της ισχύος ορισμένων μυών που είναι δυνατό να συνοδεύεται από ελάττωση της μυiκης μάζας και απώλεια της αισθητικότητας (βλ. και Πράλυση).
|