Ο άγνωστος – μυστικός Πειραιάς (Μέρος Β')
Το λιμάνι του δράκου Ο δράκος από τα πολύ αρχαία χρόνια συμβολίζει κάτι σαν την κρυμμένη δύναμη του εαυτού μας∙ είναι αυτό που δεν γνωρίζουμε και μας τρομάζει, το μεταβλητό, δηλαδή τα 2/3 του εγκεφάλου μας! Δράκοι εμφανίστηκαν από τα αρχαία χρόνια, με μορφές πτερωτές –ερπετοειδή, τετράποδα– ανθρωπόμορφες, ή συνδυασμός κάποιων από αυτές. Οι δράκοι έχουν καλό και κακό χαρακτήρα, ανάλογα με την περίπτωση, άλλοι εμφανίζονται εχθρικοί στο ανθρώπινο είδος και άλλοι παρά την τρομακτική τους μορφή είναι όχι μόνο φιλικοί, αλλά γίνονται και προστάτες τόπων ή ανθρώπων. Ένας τέτοιος καλός και δυνατός ζωόμορφος δράκος είναι το ανθρωποκέφαλο λιοντάρι του Πειραιά. Λέγεται πως ήταν δύο τα λιοντάρια, όμως όποια κι αν είναι η πραγματικότητα το πρώτο είναι εξαφανισμένο από τα πολύ παλιά χρόνια. Έμειν ε το δεύτερο που στεκόταν ξεχασμένο δίπλα στο λιμάνι (ήταν ταφικό μνημείο) άγνωστου μέχρι σήμερα γλύπτη και αγνάντευε σιωπηλό την πόλη μετά την καταστροφή που προξένησε ο Ρωμαίος κατακτητής Σύλλας. Την κατεστραμμένη πόλη ανοικοδόμησε αργότερα ο Αδριανός, η οποία φυσικά δεν ανέκτησε την παλιά της λάμψη, αφού ήρθε το οριστικό τέλος με την κάθοδο των Γότθων και τον ικανό αρχηγό τους Αλίαρχο, το 396 μ.Χ., που έφερε το σκοτάδι στον Πειραιά. Ό,τι είχε απομείνει έπεσε με το σεισμό του 375 μ.Χ. εκτός από το λιοντάρι που έμεινε όρθιο. Ο χριστιανισμός βρίσκεται στα πρώτα του χρόνια. Κάποιοι μοναχοί χριστιανοί κατοικούν ήδη στον Πειραιά, δημιουργώντας ένα μικρό μοναστήρι. Η επερχόμενη αυτοκρατορία του Βυζαντίου που ενώνει τον Ελληνισμό με την Ανατολή δεν εκτιμά τη δυναμική του Πειραιά. Στο ήσυχο αυτό και ερημικό περιβάλλον αναπτύσσεται ο αρχικός πυρήνας της Μονής του Αγίου Σπυρίδωνα, ο οποίος ιδρύθηκε πιθανόν το 1100 και πήρε την τελική μορφή το 1570. (Ο άγιος Σπυρίδωνας είναι ο προστάτης άγιος των ασθενειών με τα σπυριά, αλλά και των θαλασσινών ταξιδιών. Η μνήμη του γιορτάζεται πανηγυρικά στις 12 Δεκεμβρίου.) Όλη η Μεσόγειος μέχρι και τα παράλια της Μικράς Ασίας δέχεται τις γεωλογικές ανακατατάξεις και κατά συνέπεια τις κλιματολογικές αλλαγές από την έκρηξη και τους σεισμούς του Βεζούβιου στην Ιταλία. Από το 1318 ο Πειραιάς έχει κατακτηθεί από τους Βενετούς αβίαστα σαν αφύλακτη πόλη. Όταν οι κατακτητές έφτασαν εκεί το πρώτο πράγμα που ξεχώρισαν ήταν το λιοντάρι. Από τη μεγάλη τους έκπληξη άλλοι το είπαν Porto Leone και άλλοι Porto Draco. Ετσι, η ονομασία Πειραιάς είχε χαθεί για πολλά χρόνια! Το 1456 το λιμάνι πέφτει στα χέρια των Τούρκων και παίρνει την αντίστοιχη τουρκική ονομασία, λιμάν Ασλάν. Το 1688 φτάνει ο Μοροζίνι σαν σύμμαχός μας στον Πειραιά και στην Αθήνα για να μας συμπαρασταθεί στον απελευθερωτικό αγώνα μας. Φεύγοντας όμως παίρνει μαζί του και το Λιοντάρι! Που τελικά αφήνει στον Ναύσταθμο της Βενετίας. Η βάση του αγάλματος όμως κρύβει κάτι μεταφυσικό γιατί τα εγχάρακτα γράμματα (επιγραφή) δεν ανήκουν σε καμιά γνωστή μας γλώσσα και δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα, σαν μήνυμα από κάπου αλλού… Όμως, το πνεύμα του λιονταριού παρέμεινε στον Πειραιά γι’ αυτό και το λιμάνι έμεινε γνωστό ως «λιμάνι του Δράκου», αλλά και το μοναστήρι δεν αποκλήθηκε σχεδόν ποτέ μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, αλλά «Μονή του Δράκου» – που όπως φαίνεται κράτησε και τη μεταφυσική του δύναμη. Στο τέλος των βυζαντινών χρόνων τα τείχη του μοναστηριού μετατρέπονται σε ένα μικρό κάστρο προκειμένου οι μοναχοί και οι κάτοικοι να αντιμετωπίσουν τις πειρατικές εισβολές, σύνηθες φαινόμενο εκείνη την εποχή. Τα χρόνια του Βυζαντίου ένα αμυδρό εμπόριο ασβεστίου αναπτύσσεται με καμίνια παρασκευής του, που βρίσκονται πιθανώς στο λόφο πίσω από το μοναστήρι και έτσι αναζωπυρώνεται η κίνηση στο εμπόριο του ασβέστη και των οικοδομικών υλικών. Όπως πολλοί θα καταλάβατε, ο ασβέστης γίνεται από τα αρχαία μάρμαρα, ενώ τα οικοδομικά υλικά είναι σωροί μαρμάρων που δόμησαν και διακόσμησαν τα παλιά κτίρια, τα οποία κείτονταν πια γκρεμισμένα, ό,τι δηλαδή έγινε στη Δήλο και σε πολλές άλλες πόλεις της Ελλάδας. Τα βενετικά χρόνια σβήνουν και αυτά τα καμίνια. Το λιμάνι εγκαταλελειμμένο επιχωματώνεται. Το μοναστήρι ξαναμεγαλώνει και γίνεται πια καστρομονάστηρο – για να αντιμετωπίζει κυρίως τις πειρατικές επιθέσεις που υπερπολλαπλασιάζονται σε όλη τη Μεσόγειο. Οι Βενετοί χρησιμοποιούν σαν κάστρο - προμαχώνα το λόφο Σηράγγειο που τον ονομάζουν Καστέλλα (από τη λέξη Καστάλ – Ετσελάλ = Καστέλο = ψηλό κάστρο). Η σπηλιά Σηράγγειο ονομάζεται σπηλιά της Αρετούσας. Όπως η μυθοπλασία των καιρών το απαιτεί, θρυλείται ότι εκεί φυλάκισε την Αρετούσα ο πατέρας της για να την απομακρύνει από τον Ερωτόκριτο. Οι παραλλαγές του Ερωτόκριτου είχαν ανταπόκριση σε όλη την Ελλάδα. Ο Μεσαίωνας και η δαιμονολατρία του ντύνουν τέτοιους μυστικούς τόπους με μαγικούς θρύλους. Ετσι, τις σηράγγειες σπηλιές, όπου υπάρχουν οι υδραυλικοί αγωγοί και πολλές φορές ονομάζονταν Παλαιά Λουτρά, τις απέφευγαν τη νύχτα γιατί πίστευαν ότι εκεί κατοικούσαν κακά δαιμόνια και στοιχειά. Το 1757 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Σαμουήλ Χαντζερής δίνει στη Μονή σταυροπηγιακό προνόμιο, την υπήγαγε δηλαδή στο Πατριαρχείο. Η Μονή γίνεται ο προστάτης του λιμανιού με το προσωνύμιο «του Δράκου», εμείς θα λέγαμε «Ψυχή του Δράκου», αυτού που δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τον Πειραιά. Αν και πολλά ντοκουμέντα της εποχής χάθηκαν στον στρόβιλο εκείνων των καιρών, τρεις Σπυριδωνίτες ηγούμενοι σφράγισαν με την προσωπικότητά τους τον Πειραιά. Ο Διονύσιος (περίπου 1757), ο Νικηφόρος Γαβρίλης (περίπου 1766) και ο τελευταίος ηγούμενος Συμεών Μαρμαροτούρης, που ο λαός έφτιαξε στιχάκια και τραγουδούσε χρόνια για χάρη τους.
Γούμενε σα μ’ αγαπάς Τα ψαράκια πού τα πας; Πάνω στην ευλογημένη Πούναι άρρωστ’ η καϋμένη Γούμενε Σπυριδωνίτη ότ’ αρπάξεις με τη μύτη
Στο μοναστήρι δημιουργήθηκε αξιόλογη Βιβλιοθήκη και ξενώνας για τους ξένους περιηγητές. Επίσης, είχε αποκτήσει κομμάτια γης στην περιοχή Καραβά. Στο οχυρωμένο πια καστρομονάστηρο κατέφευγαν και οι κατακτητές του Πειραιά για να σωθούν από τις πειρατικές επιδρομές. Πολλοί από αυτούς εργάζονταν και ζούσαν από τα χωράφια του Μοναστηριού. Όμως, η περιοχή ήταν δύσκολη στην καλλιέργεια, αφού ήταν άνυδρη και δεν υπήρχαν φυσικά πηγάδια. Τότε κάνει δωρεά με διαθήκη του ο Αθηναίος Ιωάννης Ντέκας (1680-1761) για την κατασκευή ενός υδραγωγείου στο μοναστήρι. (Ο Ιωάννης Ντέκας είχε δημιουργήσει και τη Σχολή Ντέκα των Αθηνών.) Το υδραγωγείο ωφέλησε πραγματικά τον Πειραιά. Όμως, κάποτε μια βιβλική επιδρομή ακρίδων, που δεν έλεγαν να φύγουν, είχε καταστρέψει τα πάντα. Οι Πειραιώτες και οι μοναχοί απελπίστηκαν. Τότε εμφανίστηκε ο άγιος Σεραφείμ της Λιβαδειάς και έκανε θαύμα εξαφανίζοντάς τες. Η μνήμη του γιορτάζεται στον Άγιο Σπυρίδωνα στις 5 Μαΐου. Αρχές του 1821 το μοναστήρι είναι μάλλον στη δύση του, αφού έχει μόνο 12 μοναχούς. Στον Πειραιά φτάνουν κατά καιρούς διάφορες ειδήσεις για την ελληνική επανάσταση, αλλά τίποτα το εντυπωσιακό δεν φαίνεται να διαδραματίζεται εκτός από τη μεταφορά πολεμοφοδίων από τη θάλασσα. Το 1827 στο λόφο των μυστηρίων της Καστέλλας στρατοπεδεύει ο Μακρυγιάννης. Το καστρομονάστηρο του Αγίου Σπυρίδωνα καταλαμβάνεται από Τουρκαλβανούς, οι οποίοι οχυρώνονται σε αυτό, όταν ο Άστιγας το κανονιοβολεί από το πλοίο του «Καρτερία» (το πρώτο ατμοκίνητο πλοίο της Ελλάδος) και το «Ελλάς». Στο Φάληρο στη σκιά της Καστέλλας πεθαίνει ξαφνικά (και παράξενα) ο Καραϊσκάκης στη μάχη του Φαλήρου, με τα στρατεύματα του Κιουταχή, η οποία αποβαίνει μοιραία ήττα για τους Έλληνες. Τέλος, το πλοίο «Ελλάς» πλήττει ανεπανόρθωτα το μοναστήρι, βομβαρδίζοντάς το, ενώ γίνεται απόβαση από τους Έλληνες, στις 24 Ιανουαρίου του 1827, κατατροπώνοντας τους Τουρκαλβανούς. Το μοναστήρι είχε γκρεμιστεί και το χειρότερο, και μεγάλο μέρος του ιερού του. Το μοναστήρι προσπαθεί να κλείσει τις πληγές του, αλλά λιγοστεύουν οι καλόγεροι… Ο Πειραιάς γεμίζει μέτοικους, ελεύθερους Έλληνες πολίτες αυτή τη φορά. Κυρίως από τα νησιά, την Πελοπόννησο, φουστανέλες και βράκες, κάθε είδους ντοπολαλιά και διαφορές εθίμων θα ξαναφτιάξουν τον νέο Πειραιά. Αποβιβάζονται όλοι με βάρκες από τα πλοία, αφού το εγκαταλελειμμένο λιμάνι έχει δεχτεί χρόνων επιχωματώσεις και είναι πια ρηχό. Μετά τον ορισμό του Ναυπλίου ως πρωτεύουσας, η τότε κυβέρνηση, το 1833, αποφασίζει να γίνει ο Πειραιάς δήμος. Ένας παράξενος δήμος, χωρίς δήμαρχο! Το μόνο σημάδι ζωής εμφανίζεται στο παλιό τουρκικό τελωνείο, τη Δογκάνα, κτίσμα στο κέντρο του λιμανιού. Ο Τούρκος τελώνης το είχε φυσικά εγκαταλείψει και ζούσε εκεί ένας Γάλλος έμπορος λαδιού, ο Ζοζέφ Καϊράκ. Στο τέλος του Δεκέμβρη ένας μεγάλος στόλος αγκυροβολεί μπροστά στο λιμάνι του Κάνθαρου, το μεγάλο λιμάνι του Πειραιά. Βαρκάρηδες και ένας συρφετός αχθοφόροι, αμαξάδες, γαϊδουράδες, καμηλιέρηδες κάνουν την εμφάνισή τος στην ακτή της Δογκάνας και περιμένουν την αποβίβαση αυτών των πραγματικά ξένων. Είναι ο στόλος και η ακολουθία του Όθωνα∙ η φορτωμένη πομπή ακολουθεί σε λίγο σηκώνοντας πολλή σκόνη στον παλιό δρόμο των τειχών, που ένωνε την Αθήνα με τον Πειραιά! Και η ιστορία έμοιαζε να συνεχίζεται από το ίδιο σημείο εάν την κοίταζες από την κάτοψη, ενώ εγκάρσια ήταν ένα άλλο παράλληλο σημείο κάποιου σπιράλ. Ο Όθωνας δυστυχώς, ενώ κατάλαβε την αξία του λιμανιού του Πειραιά, δεν ένιωσε την πνευματική αξία που είχε στις καρδιές των Ελλήνων το μοναστήρι. Με διαταγή της αντιβασιλείας στις 6-18 Φεβρουαρίου του 1834 επιβάλλεται η διάλυση των μοναστηριών που αριθμούν λιγότερους από έξι καλόγερους. Το μοναστήρι μας ανήκει σε ένα από αυτά. Οι Πειραιώτες αποχαιρέτησαν τους τελευταίους καλόγερους της Μονής του Δράκου, όπως κάποιοι πρόγονοί τους αποχαιρέτησαν κάποτε τον δράκο του λιμανιού. Και όμως ένα χρόνο μετά αποδείχθηκε ότι ο δράκος δεν τους είχε εγκαταλείψει. Στις 23 Σεπτεμβρίου του 1835 εκλέγεται ο πρώτος δήμαρχος της πόλης, ο Σερφιώτης, και η ορκωμοσία του με το συμβούλιο της πόλης γίνεται εκεί, στην καρδιά της γκρεμισμένης μονής του λιονταριού. Οι καμπάνες σήμαναν για τους δακρυσμένους δημότες, που παρακολουθούσαν την τελετή. Μια παράξενη μεταφυσική ιστορία γράφτηκε αμέσως μετά και στοίχειωσε τον Πειραιά. Ο Μιαούλης ήρθε να ζήσει πια κοντά στη νέα πρωτεύουσα, αλλά σαν θαλασσινός που ήταν ήθελε ένα σπίτι μπρος στη θάλασσα και διάλεξε το σημείο του Μοναστηριού που ήταν ξηρό, χωρίς έλη. Οι Πειραιώτες έδειξαν τη δυσαρέσκειά τους γι’ αυτή την ασέβεια, και τότε άρχισαν να συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Ο Μιαούλης έβαλε εργολάβους και εργάτες να χτίσουν, όμως ένας μαυροφορεμένος μοναχός εμφανιζόταν στον ύπνο του και τον ρωτούσε: «Γιατί κλείνετε το σπίτι μου;» Ο εργολάβος και οι εργάτες εγκατέλειπαν τρομαγμένοι την εργασία τους και ο αμετάπειστος Μιαούλης τους άλλαζε κάθε δυο και τρεις. Το φαινόμενο επαναλαμβανόταν, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν όλοι το χτίσιμο. Στο τέλος ο Μιαούλης ανέλαβε την εργολαβία μόνος του. Τότε και οι απλοί Πειραιώτες άρχισαν να βλέπουν τον μοναχό στον ύπνο τους, ο οποίος τους έλεγε ότι ο ιδιοκτήτης του κτίσματος δεν θα προλάβει να ζήσει σε αυτό το σπίτι. Ο Μιαούλης τέλειωσε το αρχοντικό του και στις 11 Ιουνίου του 1835 πέθανε ξαφνικά πριν κατοικήσει σε αυτό. Οι Πειραιώτες αμέσως μετά γκρέμισαν το σπίτι. Από τη μονή του Δράκου δεν έχει μείνει τίποτα σήμερα που να την θυμίζει παρά μόνο ο επιβλητικός ναός του Αγίου Σπυρίδωνα, ο οποίος χτίστηκε σε δύο διαφορετικές χρονολογίες αργότερα και μάλιστα ανέβηκε λίγο πιο πάνω από την παλιά του θέση για να φαίνεται επιβλητικός στους ταξιδιώτες της θάλασσας και στους Πειραιώτες που προστατεύει. Η ψυχή του δράκου ήταν εκεί περιμένοντας την ανάδυση του Πειραιά που τον φύλαγε τόσα χρόνια. Ο δήμαρχος Σερφιώτης σαν ένας νέος Περικλής δίνει έγκριση σε δύο αρχιτέκτονες, τον Κλεάνθη και τον Σάουμπερτ, να αναλάβουν τη ρυμοτομική αναγέννηση του Πειραιά και η πυθαγόρεια αρχιτεκτονική του Ιππόδαμου επανεμφανίστηκε στον νέο Πειραιά, με κάθετους και οριζόντιους δρόμους και λεωφόρους. Επίσης, συνεχόμενες πάνω σε μια λεωφόρο πλατείες. Ο Πειραιάς έχει οκτώ πλατείες στο σύνολό του, επίσης θέσεις για ιερούς ναούς, τράπεζες, σχολεία, ιδρύματα και άλλα δημόσια κτίρια. Αποκλείστηκε από τον σχεδιασμό της ρυμοτομίας η Καστέλλα και τα Καμίνια γιατί κανείς δεν πίστεψε ότι μέσα σε δύο δεκαετίες θα έχει επιτευχθεί η αναγέννηση του Πειραιά. Εμπόριο, ναυσιπλοΐα και βιομηχανίες αναπτύχθηκαν εκεί. Νέοι μέτοικοι φραγκόφερτοι Ευρωπαίοι έμποροι, επιχειρηματίες έδωσαν και πάλι ώθηση στην ανάπτυξη του Πειραιά. Το πρώτο Πολυφορείο, πρόδρομος περισσότερο των τρένων παρά των λεωφορείων, ξεκίνησε την τακτική του διαδρομή στις 19 Σεπτεμβρίου του 1836 ενώνοντας τον Πειραιά με την Αθήνα με εισιτήριο της μιας δραχμής. Το 1841 ιδρύεται η πρώτη τράπεζα του Πειραιά από μετανάστες Εγγλέζους, φυσικά είναι αγγλική, και όπως ήταν επόμενο ενόχλησε την εθνική συνείδηση των Πειραιωτών που απαίτησαν να ανοίξει παράρτημα Εθνικής Τράπεζας, πράγμα το οποίο έγινε τον ίδιο χρόνο. Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια μέθη εκσυγχρονισμού, αλλά και ανάκτησης των εδαφών της, αφού δεν έχει ακόμη απελευθερωθεί. Το 1854 ξεσπάει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί μας έχουν κοινά συμφέροντα με τους Τούρκους. Ο αγγλογαλλικός στόλος καταλαμβάνει τον Πειραιά και τον επιτάσσει αναχαιτίζοντας τον αγώνα μας για την ανάκτηση της υπόλοιπης Ελλάδας. Ο αγγλογαλλικός στρατός έφερε την περίφημη «ξένη του 1854» (χολέρα) που αφάνισε τον Πειραιά. Το 1896 όμως ο Πειραιάς συμβάλλει στους Ολυμπιακούς Αγώνες γιατί είναι το επίσημο λιμάνι, όπου καταφθάνουν ακτοπλοϊκώς όλοι οι επίσημοι από όλα τα μέρη της γης. Ακόμα περίπου στη θέση του αρχαίου Ιππόδρομου και πρώτου σταδίου Αθηναίων αθλητών γίνεται με ξύλινη κατασκευή, το ποδηλατοδρόμιο, για τους ποδηλατικούς αγώνες. Ακριβώς εκεί αργότερα θα γίνει με ξυλοκατασκευή το Καραϊσκάκειο γήπεδο, που θα αναδείξει τον νέο θρύλο του Porto Leone, τον Ολυμπιακό. Το γήπεδο θα χτιστεί κανονικά στο τέλος της δεκαετίας του ’50 αρχές του ’60 και στους νεότερους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 θα αναμορφωθεί μαζί με τον σταθμό του Φαλήρου. Η θάλασσα που περιβάλλει τον Πειραιά στα χρόνια που περνούν αντανακλά το φως και το χρώμα του ουρανού, και οι αντανακλάσεις κάνουν τους μύθους των ανθρώπων και τους θρύλους του πιο κατανοητούς και ανθρωποκεντρικούς∙ τα ανοίγματα της Καστέλλας που οδηγούν στην κούφια γη δεν φοβίζουν, δείχνουν οικεία και καθημερινά. Οι σήραγγες της Καστέλλας καταλήγουν σε διάφορες εξόδους, μία από αυτές είναι τα θεμιστόκλεια τείχη μετά το κέντρο café bar Ιππόκαμπος, στο σημείο του Σταυρού. Άλλη μία έξοδος βρίσκεται στους πρόποδες της Ακρόπολης, ένα άλλο άκρο τους λέγεται ότι είναι στην Ελευσίνα. Σίγουρα οι σήραγγες του Πειραιά βρίσκει άκρα σε πολλά σημεία της ελληνικής κούφιας γης. Οι άνθρωποι του Πειραιά αποφεύγουν να μιλήσουν γι’ αυτά και τα μυστικά του Προφήτη Ηλία. Όμως ένα τραγούδι μαρτυρεί κάποια μεθύστερα γεγονότα που πέρασαν στη σφαίρα των θρύλων και συνδέονται με αυτούς τους μυστικούς τόπους. «Εκείνο το καΐκι το λέγαν Άγια Κυριακή, που στα χρόνια της Κατοχής δούλευε στη διαφυγή…», είχε ακουστεί με τη φωνή της Βίκυς Μοσχολιού. Αυτό το καΐκι άραζε στο Τουρκολίμανο και έφευγε τα χαράματα για να ψαρέψει. Εχοντας στα αμπάρια του αντιστασιακούς, ανοιγόταν στο πέλαγος μέχρι που συναντούσε αγγλικά υποβρύχια και έτσι φυγαδευόταν ο κόσμος. Όμως, το πώς έφταναν κρυφά όλοι αυτοί στον Πειραιά μέσα στη νύχτα ήταν άλλο ένα μυστήριο, που το κρατούσε μια αρχόντισσα από γενιά Καστριώτη, που ήταν μεγαλωμένη για πολλά χρόνια στην Αυστρία. Πλούσια και μεγαλοκτηματίας ζούσε σε ένα σπίτι στην Καστέλλα. (Σημερινό μπαρ Δον Κιχώτης.) Η αθόρυβη ηρωίδα φυγάδευε όλους αυτούς με κίνδυνο της ζωής της, αφού τους έκρυβε στο σπίτι, έχοντας διασκευάσει μια εσωτερική στέρνα του σπιτιού της σε δίπατη. Το πάνω μέρος της είχε πάντα νερό και το κάτω μέρος ανθρώπους που συγκεντρώνονταν εκεί για να φύγουν από μια σκάλα που έβγαζε στην κάτω μεριά του σπιτιού της και βράχο της Καστέλλας. Εκεί υπήρχαν σκαλιά στο βράχο που οδηγούσαν στη θάλασσα. Ο σεμνός Πειραιάς έχει τους δικούς του θρύλους, όσοι τον κατοικούν έχουν μια δημοκρατική ειρήνη στις καρδιές τους, δεν έχουν κίνδυνο να ξεχάσουν την ιστορία του, γιατί ακόμα και γι’ αυτούς που δεν την ξέρουν καλά ή ελάχιστα τα σημάδια της είναι εκεί μέσα στην καθημερινότητά τους. Πολλές φορές το αίσθημα της ιστορίας είναι σημαντικότερο από τη γνώση.
|