Οι Παναγίες των Κυκλάδων ΤΟ ΠΑΣΧΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ Δεκαπενταύγουστος
«Το προσκύνημα που γίνεται ύστερα από ένα θαλασσινό ταξίδι είναι το πιο κατανυχτικό. Το γλυκό σφύριγμα της θάλασσας λες κι είναι σαν τον ίσιο που κρατούνε οι κανονάρχες, μας καλεί να ψάλουμε. Οι γλάροι ψέλνουνε κι αυτοί μαζί μας, πετώντας γιορταστικά από πάνω μας... Η θάλασσα έχει πανηγύρι.» [Φώτης Κόντογλου]
Ντύνονται στα λευκότερα λευκά τους οι εκκλησιές, σημαιάκια λογιώ λογιώ με βυζαντινά και εθνικά χρώματα και σύμβολα. Τα τριγωνικά αυτά πανάκια φιρφιρίζουν σαν φτερούγες αγγέλων έξω από τις εκκλησιές. Και οι πιστοί γλυκοφιλούν τα εικονίσματα. Αχ! αυτά τα εικονίσματα που παρουσιάστηκαν με κάποιο θαύμα χιλιάδες σινιάλα της Παναγιάς.
«Ρωμιοσύνη και Ορθοδοξία είναι ένα Πράγμα… Αγιασμένη Ελλάδα! Είσαι αγιασμένη γιατί είσαι βασανισμένη… Τα πάθη του Χριστού τα έκανες δικά σου πάθη… Θλίβεσαι με τον Χριστό, θλίβεσαι με την Παναγία… πλην η θλίψη σου εσένα είναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ελπίδα κι αθανασία.» [Φώτης Κόντογλου] Οι γιορτές και ο βίος της Παναγιάς άπειρες άλλες γραμμένες στα κανονικά βιβλία της Εκκλησιάς, άλλες στα απόκρυφα. Μα η πιο σημαντική φαίνεται για τον λαό μας είναι η Κοίμηση της Θεοτόκου στις δεκαπέντε Αυγούστου, «Το Πάσχα του Καλοκαιριού».
Κατά ομολογία «μαρτυρία» του Ιωάννη του Θεολόγου, η Παναγία συνήθιζε να πηγαίνει στη Γεθσημανή να προσεύχεται, παρακαλώντας τον Υιό της τον Ιησού Χριστό να την πάρει κοντά του. Εκεί ήρθε ο αρχάγγελος, όπως και στα Εισόδια να της πει αυτή τη φορά ότι θα κοιμηθεί και ότι ο Υιός της θα παραλάβει το πνεύμα της. Εκείνη γαλήνια γύρισε σπίτι της, πήρε τα μοναδικά δύο ενδύματα που είχε, χάρισε το καλό της και ευπρεπίστηκε με το δεύτερο. Θύμιανε και έπεσε στο κρεβάτι της. Τότε μεταφέρθηκαν κοντά της μέσα σε σύννεφο οι πρώτοι άγιοι Ιεράρχες των Αθηνών, ο Αγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, ο Αγιος Ιερόθεος και ο Τιμόθεος για να κηδέψουν το σώμα της, όπως και οι άγιοι απόστολοι εκτός από τον Θωμά. Το σκήνωμά της περικύκλωσαν οι άγιοι, οι άγγελοι, τ’ άστρα και το φεγγάρι και εκατέβη ο Χριστός, απλώνοντας το δεξί του χέρι. Πλήθος μαζεύτηκε έξω από το σπίτι της Παναγίας και πολλοί απ’ αυτούς που έπασχαν έγιναν καλά. Η νεκρώσιμη πομπή έμοιαζε με βασίλισσας. Γι’ αυτό «το ρόδον το Αμάραντο», «η μετά τόκον Παρθένος και μετά θάνατον ζώσα», η ταπεινή βασίλισσα όπως χαρακτηρίζεται, προκάλεσε τη ζηλοφθονία πολλών, ώστε ξεχωριστή να μένει η περιγραφή ενός ασεβούς Εβραίου που τυφλωμένος από θυμό πήγε κατά την πομπή της ακολουθίας να σπρώξει το φέρετρο και τότε ο Αρχάγγελος Μιχαήλ με το σπαθί του του έκοψε τα χέρια. Ο Εβραίος αυτοστιγμεί μετανόησε και πίστεψε στη θεία χάρη της Παναγίας, τότε τα χέρια του αποκαταστάθηκαν όλο υγεία. Από τον τάφο της Παναγίας ακούγονταν σε όλη τη Γεθσημανή ύμνος αγγέλων τις τρεις επόμενες ημέρες. Την Τρίτη επέστρεψε ο Θωμάς, και δύσπιστος όπως ήταν επισκέφθηκε το μνήμα της που το βρήκε άδειο! Τότε εμφανίστηκε η Παναγία και του παρέδωσε την αγία Ζώνη της, η οποία φυλάσσεται μέχρι σήμερα στη Μονή του Βατοπαιδίου στο Αγιον Ορος. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας, η Παναγία όπως και όλοι οι άγιοι δεν πέθαναν, αλλά εκοιμήθησαν. Γι’ αυτό και λέμε «Η Κοίμηση της Θεοτόκου». Η γιορτή αυτή αρχίζει στις 15 Αυγούστου και κρατάει εννιά μέρες όπως και κάθε μεγάλη θρησκευτική γιορτή. Τα νιάμερα της Παναγίας γιορτάζονται σε ορισμένες ενορίες με μεγαλύτερη λαμπρότητα, όπως στο Μοναστήρι της Παναγίας της Τουρλιανής που βρίσκεται στην Ανω Μέρα της Μυκόνου. Αλλά η Παναγία δεν έφυγε… όπως δεν πέθανε… αλλά ξαγρυπνά, απόδειξη τα σινιάλα που μας στέλνει με τα θαύματά της και εκείνες τις θεοδειχτούμενες εμφανίσεις των αγίων της εικόνων. Δεν υπάρχει λόφος, βουνό, λαγκάδι, ρέμα, νησί που να μην εμφανίστηκε κάποιο εικόνισμά της για να κλειστεί στα μικρά της ή στα μεγάλα παλάτια, τα ξωκλήσια, τις εκκλησιές, τα μοναστήρια της. Η καρδιά της Ελλάδας χτυπά στο Αιγαίο, όπου μικρά ξωκλήσια και κυράδες εκκλησιές ξεπροβάλλουν μαντιλοφορούσες σαν τα άκαυτα κεφάλια από παπαρούνες, σαν τα σοφά αμάραντα της άνοιξης. Το πιο μεγάλο παλάτι της Παναγιάς ορθώνεται στην καρδιά της πόλης της Τήνου «Ο Ευαγγελισμός της Παναγίας». Λέγεται πως εκεί που υψώνεται το μεγάλο της παλάτι τα πρωτοχριστιανικά χρόνια υπήρχε ένα εκκλησάκι που είχε στους κόλπους του το εικόνισμα. Φαίνεται πως με τις λεηλασίες και τις επιθέσεις των πειρατών του Αιγαίου, των βαρβάρων και του κάθε επίδοξου κατακτητή το εκκλησάκι εγκαταλείφθηκε, έσβησε, μισογκρεμίστηκε και ως δια μαγείας το χώμα σκέπασε τα ίχνη του μαζί με το εικόνισμα για να το φυλάξει. Τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης του ’21 υπήρχε το γνωστό μέχρι σήμερα μοναστήρι γυναικών του Κεχροβουνίου όπου λατρεύεται η Παναγιά η Κατωγιώτισσα. Εκεί ζούσε η ενάρετη και ελεήμων μοναχή Οσία Πελαγία. Ένα βράδυ είδε σε όραμα μια γυναίκα να της δίνει διαταγή να πάει στον Αρχιεπίσκοπο του νησιού και να του πει να σκάψουν στο χωράφι του Δοξαρά για να βρουν την αγία εικόνα της. - Ποια είσαι εσύ; ρώτησε η Οσία Πελαγία. Τότε άκουσε τον αγγελικό ύμνο «ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλη αινείτε ουρανοί Θεού δόξα» και κατάλαβε ότι ήταν σημάδι για την Παναγία. Πριν ξημερώσει ακόμη η Πελαγία είχε συναντήσει τον Αρχιεπίσκοπο και του είχε μιλήσει για τα συμβάντα. Μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες το εικόνισμα «του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου» βρέθηκε. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα χτίστηκε η εκκλησιά της Παναγιάς. Το γεγονός αυτό έδωσε μεγάλη ώθηση στον αγώνα για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, αφού ο Θεός έστελνε την Παναγία πρεσβευτή του, επισκέπτη και πάνω απ’ όλα φύλακα. Η δύναμη των θαυμάτων είναι γνωστή παγκόσμια. Με τη χάρη της σώθηκαν ακόμη και αλλόθρησκοι. Με την κήρυξη του Ιταλογερμανικού πολέμου του ’40 οι Ιταλοί θέλοντας να αμαυρώσουν τη δύναμή της τορπίλισαν ανημέρα της Κοιμήσεως της Παναγίας το πολεμικό μας πλοίο Ελλη μέσα στο λιμάνι της Τήνου, που βρισκόταν αγκυροβολημένο για τον εορτασμό της ημέρας. Τη δύναμή της επισφραγίζουν πολλές μαρτυρίες για την παρουσία της και για τα θαύματα σε φαντάρους μας στον πόλεμο του ’40, που φυσικά είναι αμέτρητα μέχρι τις μέρες μας. Πολλοί με τέτοιες μαρτυρίες θα αναρωτηθούν αν οι συγκεκριμένες εικόνες είναι ένα είδος λατρείας ειδώλων. Η αρνητική απάντηση δίνεται εύκολα, αφού η Παναγία όπως και πολλοί άγιοι έχουν δείξει την παρουσία τους πολλές φορές και με πολλούς τρόπους. Άλλη μια μαρτυρία εικονίσματος της Παναγίας που ήρθε με πλοίο αλλοθρήσκων στην Τήνο είναι η πιο κάτω ιστορία: πολλά χρόνια πριν από την εύρεση του εικονίσματος του Ευαγγελισμού ταξίδευε στο Αιγαίο ένα εμπορικό τουρκικό πλοίο. Ανάμεσα στο πλήρωμα των Τούρκων βρισκόταν και ένας Ελληνας, ο οποίος είχε παρουσιαστεί στον καπετάνιο σαν Τούρκος, προσπαθώντας απελπισμένα να βρει μια δουλειά εκείνα τα μαύρα χρόνια της τουρκικής Κατοχής. Το πλοίο βρισκόταν ανοιχτά του πελάγου από την πίσω μεριά της Τήνου, όταν ένας απροσδόκητος βοριάς το στροβίλισε και όλοι νόμιζαν ότι θα πνιγούν. Ο καπετάνιος διέταξε να ανεβούν όλοι στο κατάστρωμα και να πετάξουν στη θάλασσα ό,τι περιττό υπήρχε επάνω στο καράβι. Μέσα στην ταραχή και την αντάρα της τρικυμίας άρχισε να μετράει τους ναύτες του μήπως έπεσε κανείς στη θάλασσα. Όταν κατάλαβε πως του έλειπε ένας, τρομοκρατημένος κατέβηκε στ’ αμπάρια για να τον βρει. Μέσα στο σκοτάδι διέκρινε μια φιγούρα και όταν πλησίασε αρκετά είδε το ναύτη γονατισμένο να προσκυνάει το εικόνισμα της Παναγιάς. Όταν πήγε κοντά έγινε έξαλλος από το θυμό του. - Ώστε μας κορόιδεψες, δεν φτάνει που είσαι Γκιαούρης, αντί να μας βοηθάς να σωθούμε κάθεσαι και προσκυνάς ένα κομμάτι ξύλο. Γρήγορα στο κατάστρωμα. Ο Τούρκος και ο Ελληνας λογομάχησαν και στο τέλος ο καπετάνιος ανέβηκε ξανά στο κατάστρωμα, φωνάζοντας ότι αν οι προσευχές του Ελληνα στο εικόνισμα της Παναγίας εισακουστούν τότε αυτός και όλο το πλήρωμα θα βαπτισθούν χριστιανοί. Δεν πέρασε λίγη ώρα και το πλοίο προσάραξε στον Πάνορμο της Τήνου. Βγήκαν στην ακτή με επιφωνήματα χαράς, κρατώντας το εικόνισμα και άρχισαν να ανεβαίνουν το βουνό για να βρουν κάποιο κατάλυμα. Στα μισά του βουνού είδαν μια πηγή και στάθηκαν να πλυθούν και να ξεδιψάσουν, ακουμπώντας για λίγο το εικόνισμα σε ένα βράχο. Όταν θέλησαν να συνεχίσουν το δρόμο τους και πήγαν να πάρουν το εικόνισμα αυτό δεν έλεγε να ξεκολλήσει από το βράχο. Ο Τούρκος καπετάνιος που είχε συγκλονιστεί από το θαύμα είπε. - Εδώ θα χτίσω ένα μοναστήρι για το εικόνισμα της Παναγίας! Ολοι μαζί συνέχισαν το δρόμο τους και τότε στην πίσω μεριά της κορυφής του βουνού, αφού είχε δύσει ο ήλιος, διέκριναν σπίτια με φώτα να αχνοφέγγουν, ήταν το Πυργί των μαρμαράδων. Χτύπησαν τις πόρτες των χωρικών και τους ιστόρησαν το θαύμα. Οι Τούρκοι βαφτίστηκαν χριστιανοί και το μοναστήρι της Παναγιάς χτίστηκε σε ένα πλάτωμα λίγο πιο πάνω απ’ την πηγή σαν φωλιά αετού στο βράχο μπρος στο μάτι του βοριά. Η προστάτιδα Παναγιά των ξένων ονομάστηκε «η Κυρά των Ξένων» ή «η Κιουρά των Ξένων». Μέχρι σήμερα το εικόνισμά της εμφανίζεται απρόσμενα ως εκ θαύματος στα σπίτια των Τηνιακών. Κατά το έθιμο, το δανείζονται για μερικές μέρες στο σπίτι τους μέσα σε μια υφασμάτινη θήκη και το φέρνουν επίσκεψη – έκπληξη σε σπίτια φίλων και γνωστών στη διάρκεια αυτών των ημερών. Η Νάξος όμως κρατάει τα πρωτεία της πιο παλιάς εκκλησίας των πρωτοχριστιανικών χρόνων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Πρόκειται για ένα μοναδικό κτίσμα του 4ου αιώνα που συντηρείται και λειτουργείται μέχρι τις μέρες μας – η Παναγιά η Δροσιανή. Κατά τον κοινό νου το όνομά της το πήρε από το δροσερό κλίμα και την πλούσια βλάστηση της περιοχής, όπου βρίσκεται. Η μαρτυρία όμως ενός θαύματος που έγινε γύρω στα 1800 δικαιολογημένα φαίνεται να επικρατεί περισσότερο. Τα χρόνια εκείνα, το νησί είχε ερημώσει από μια μεγάλης διάρκειας ανομβρία. Οι ελάχιστοι κάτοικοι του νησιού αποφάσισαν να κάνουν λιτανεία με το εικόνισμα της Παναγίας και να το κατεβάσουν στο γιαλό για να ευλογήσει το αλμυρό νερό που ήταν ό,τι τους είχε απομείνει. Ψέλνοντας και με τρεμάμενες καρδιές έφεραν την Παναγία στη θάλασσα και την πέταξαν στα νερά της. Το εικόνισμα όμως αντί να επιπλεύσει, στάθηκε και αιωρήθηκε πάνω από τη θάλασσα. Δεν πέρασε ένα λεπτό και μια σταγόνα από τον ουρανό έπεσε πάνω του, το χάιδεψε, κύλησε και έσταξε στη θάλασσα σαν δάκρυ. Τότε ο Θεός άνοιξε τους ουρανούς και έβρεξε στη διψασμένη γη και τις ψυχές των ανθρώπων. Λένε πως από τότε δεν έγινε ξανά τέτοια μεγάλη ανομβρία και από το εκείνο το θαύμα πήρε το όνομά της η Παναγιά η «Δροσιανή»… Η Πάρος με τη σειρά της συνδέει το όνομά της με το θρύλο και την πίστη ότι η Κωνσταντινούπολη θα επιστρέψει στους κόλπους της Ελλάδας με ενενήντα εννιά και μία πόρτες που κρατούν ένα επτασφράγιστο μυστικό. Ήταν τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν η Αγία Ελένη αποφάσισε να ξεκινήσει με μια αρμάτα πλοία από την Πόλη για να πάει να βρει τον Τίμιο Σταυρό στους Ιερούς Τόπους. Επλεαν καταμεσής του Αιγαίου, όταν μια μεγάλη κακοκαιρία τους ανάγκασε να αγκυροβολήσουν στην Πάρο. Οι μέρες περνούσαν, η φουρτούνα όμως δεν έλεγε να κοπάσει. Η Αγία Ελένη προσευχήθηκε στην Παναγιά και έταξε πως αν πάψει η τρικυμία θα της κτίσει μια εκκλησιά μοναστήρι σαν παλάτι με εκατό πόρτες. Πράγματι, ο βοριάς σταμάτησε. Η Αγία Ελένη έκτισε την εκκλησία της Παναγίας με τις εκατό πύλες. Έτσι η Παναγία αυτή ονομάστηκε Εκατονταπυλιανή, κατ’ άλλους όμως πιστεύεται ότι είναι μία από εκείνες τις λέξεις που είναι σύνθετες και με τα χρόνια παραφθείρονται χάριν των τοπικών γλωσσικών ιδιωμάτων, δηλαδή ότι το όνομα της ήταν Παναγία η Κατωπολιανή (της Κάτω Πόλης ή κάτω από την πόλη) και με τα χρόνια έγινε Εκατονταπυλιανή. Η Αγία Ελένη συνέχισε με απόλυτη επιτυχία το ταξίδι της… Βρήκε τον τίμιο Σταυρό και επέστρεψε δοξασμένη στην Πόλη. Μετά από χρόνια, ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός ανακαίνισε τη θρυλική πια Εκατονταπυλιανή που η δόξα της είχε γίνει γνωστή σε όλα τα μήκη και πλάτη της Αυτοκρατορίας. Όταν η Κωνσταντινούπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων πολλοί μοναστηριακοί χώροι κράτησαν κλεισμένους στους κόλπους τους, τους πνευματικούς θησαυρούς της Αυτοκρατορίας. Αγιον Ορος – Πάτμος – Αγία Λαύρα, αλλά και η Εκατονταπυλιανή. Εκεί συνέβη κάτι παράδοξο. Μόλις έπεσε η Πόλη χάθηκε η εκατοστή πύλη. Όσο κι αν μετράει κανείς τις πύλες βρίσκονται μόνο ενενήντα εννέα. Λένε ότι η εκατοστή θα εμφανιστεί το χρόνο που θα ελευθερωθεί η Πόλη. Τα μετέπειτα χρόνια το μοναστήρι κινδύνεψε πολλές φορές να καταστραφεί από τις επιθέσεις των Τούρκων, άλλων επίδοξων κατακτητών και των πειρατών της Μεσογείου. Λεηλατήθηκαν πολλές φορές οι θησαυροί του και βεβηλώθηκαν ιερά σκεύη και εικονίσματα, που αφού τους ήταν άχρηστα ως λάφυρα τα πετούσαν στη θάλασσα. Η Εκατονταπυλιανή όμως δεν συνδέει το όνομά της μόνο με την Πόλη, αλλά και με τη Μύκονο. Ναι, τη Μύκονο αυτήν που οι επίδοξοι δημοσιογράφοι αμαυρώνουν καθημερινά με νέα «σκουπίδια» που πουλάνε… Στη Μύκονο η Παναγιά φανέρωσε και φανερώνει μέχρι σήμερα με την παρουσία και τα θαύματά της τη χάρη της. Θα ’ταν 1542. Τουρκική κατοχή και στα νησιά εναλλάσσονταν οι κατακτητές, Τούρκοι, Βενετοί και Ρώσοι. Ένα πρωινό στη Μύκονο οι ψαράδες δούλευαν στον Τούρλο, όταν ένας απ’ αυτούς φώναξε. - Μάρε, ήντα ’ν τούτο το πλεούμενο; Ένα κομμάτι ξύλο φαινόταν να έρχεται ορθό απ’ τη θάλασσα. Όσο πλησίαζε χρώματα αστραποβολούσαν πάνω του. Σαν έφτασε πιο κοντά διέκριναν τη φιγούρα μιας γυναίκας. Πλησίασε πολύ. Ηταν το εικόνισμα της Παναγιάς. Αμέσως πήραν το θεόσταλτο εικόνισμα, το κατέβασαν στη χώρα και το φύλαξαν στην τότε μητρόπολη, την Αγία Ελένη. Δεν άργησαν να το ονοματίσουν, «Εικόνα της Παναγιάς της εγχρώμου, της ωραίας». Μιας κι εκείνα τα χρόνια ήταν σχεδόν καθημερινό φαινόμενο οι εχθρικές επιθέσεις από τη θάλασσα, οι άρχοντες του νησιού αποφάσισαν να μείνει το εικόνισμα στο ξωκλήσι που μόναζε η μοναχή Τούρλη, λίγο πιο κάτω από το Παλαιόκαστρο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Ανω Μερά. Όμως, οι ψαράδες και οι ναυτικοί κάθε φορά έκλεβαν το εικόνισμα και το κατέβαζαν στη Χώρα, λέγοντας πως έπρεπε να μείνει εκεί και πως είχε έρθει από τη θάλασσα για να τους προστατεύει. Κάθε φορά όμως, να ’σου το εικόνισμα βρισκόταν από μόνο του στο μοναστήρι της Τούρλης. Είδαν κι απόειδαν και με τα πολλά κατάλαβαν ότι ήταν θέλημα της Παναγίας να μείνει το εικόνισμα στο μοναστήρι και να φτιαχτεί εκεί η εκκλησία της. Αυτό τον καιρό είχε γίνει μεγάλη λεηλασία από τον πειρατή Μπαρμπαρόσα στην Πάρο, που κατέκλεβε και πετούσε ακόμα και στη θάλασσα τα ιερά και τα όσια της Εκατονταπυλιανής. Ένα από τα αντικείμενα που πετάχθηκε στη θάλασσα ήταν και το εικόνισμα της Παναγίας, ζωγραφισμένο από το χέρι του ευαγγελιστή Λουκά. Μετά την καταστροφή, δύο μοναχοί από την Εκατονταπυλιανή, ο Κύριλλος και ο Αρσένιος, έφτασαν στη Μύκονο. Αυτοί έλεγαν πως είχαν δει σε όραμα ότι το εικόνισμα της Παναγίας ήταν στη Μύκονο και είχαν έρθει με την ελπίδα να το βρουν. Τότε οι Μυκονιάτες τούς πήγαν να δουν την «Παναγιά την ωραία, την έγχρωμο». Αυτό ήταν! Οι δύο μοναχοί έμειναν στη Μύκονο να υπηρετήσουν την Παναγία στο μοναστήρι που ήδη χτιζόταν. Η «Παναγιά της Τουρλιανής» πήρε το χαρακτηριστικό της όνομα από τον κόλπο του Τούρλου, το μέρος που βρέθηκε η εικόνα και αυτή είναι η πιο λογική άποψη. Κατ’ άλλους όμως πήρε το όνομά της από τη μοναχή Τούρλη, στης οποίας το μοναστηράκι φιλοξενήθηκε. Με τον καιρό το μοναστήρι γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη και πρόοδο που μεταδόθηκε και στη γύρω περιοχή, που έγινε το χωριό με το όνομα Ανω Μερά. Το 1767 με ηγούμενο τον Ιγνάτιο Μπάσουλα το μοναστήρι ανακαινίστηκε, η εκκλησία μεγάλωσε και έφεραν ένα πολύτιμο, επίχρυσο και επιζωγραφισμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο, που μέχρι σήμερα χαρίζει αισθήματα λάμψης και δέους στο ναό, παραγγέλθηκε στα καλύτερα εργαστήρια της Φλωρεντίας. Τα θαύματα της Παναγίας και η δόξα του μοναστηριού δεν ήταν λίγα, το σημαντικότερο όμως ήταν η συμβολή που είχε σε όλες τις ιστορικές στιγμές του έθνους, όταν φιλοξένησε και έδωσε θαλπωρή στους αγωνιστές της επανάστασης του 1821. Εθρεψε κατά καιρούς κατατρεγμένους, ορφανά, λειτούργησε ως νοσοκομείο, χρησιμοποιήθηκε ως κρησφύγετο και συνεργάστηκε με τους συμμάχους στην Κατοχή. Στους κόλπους του ο Δωρόθεος ο Α΄ λειτούργησε τηλέγραφο για την αντίσταση κατά των Γερμανών κατακτητών. Ένα από τα πιο συγκλονιστικά θαύματα της Παναγιάς, που ακόμα θυμάται πολύς κόσμος, έγινε τα χρόνια της Κατοχής. Οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει αυστηρά κάθε ομαδική συνάθροιση σε δημόσιο χώρο, ακόμα και για θρησκευτικά καθήκοντα, με ποινή το θάνατο. Στην Παναγιά την Τουρλιανή, από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της για να ικανοποιηθούν και οι ναυτικοί που ήθελαν την προστασία της στη χώρα και στο λιμάνι της Μυκόνου, κατέβαζαν με λιτανεία το εικόνισμα των Αγίων Θεοδώρων σε μια εκκλησία της χώρας. Εκεί παρέμενε για σαράντα ημέρες, όπου οι ναυτικοί έπαιρναν την ευλογία πριν να ξεκινήσουν για τα μεγάλα ταξίδια τους. Και το Σάββατο του Λαζάρου πάλι με λιτανεία επέστρεφε στο μοναστήρι. Οι πιστοί εκείνη τη χρονιά ένιωσαν πως δεν θα μπορούσαν να τηρήσουν το έθιμο. Ο Δωρόθεος όμως ο Α΄ που η γενναιότητά του ήταν απαράμιλλη, αποφάσισε να γίνει το κατέβασμα της εικόνας, λέγοντάς τους ότι η Παναγία θα τους προστατεύσει. Και έτσι ξεκίνησε ψέλνοντας με το εικόνισμα μπροστά. Όταν όμως πλησίαζαν τη χώρα, στη στροφή του Πάνω Μύλου βλέπουν ένα σμήνος γερμανικά αεροπλάνα να έρχονται καταπάνω τους από τη μεριά της Τήνου. Πάγωσαν. Ο Δωρόθεος πρόσταξε όλους να πέσουν κάτω και έβαλε από πάνω τους το εικόνισμα της Παναγίας. Τότε ήρθε ένα σύννεφο και πέρασε κάτω από τα αεροπλάνα και τα ακολούθησε μέχρι που χάθηκαν από τον ουρανό. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Ποτέ ξανά δεν έγινε πιο ενθουσιώδες κατέβασμα της Παναγίας. Στους κόλπους του μοναστηριού φιλοξενούνται αλλά δύο θαυματουργά εικονίσματα της Παναγίας, που συναντά κανείς σε προθήκες μόλις μπαίνει δεξιά στον κυρίως ναό. Τη «Μαύρη Παναγιά» κα την Παναγιά του Τραγονησιού. Η «Μαύρη Παναγιά» είναι ένα πολύ μεγάλο εικόνισμα όπου η Παναγιά και βρέφος του Χριστού που κρατά έχουν έντονο μελαχρινό δέρμα, κάτι σαν μιγάδα, και ανήκε σε ένα μοναχό που ζούσε αρχές με μέσα του προηγούμενου αιώνα σε μια σπηλιά στο Μοροέργο. Τη σπηλιά του καλόγερου, όπως σήμερα λέγεται. Αυτός κάθε μέρα παντός καιρού κατέβαινε κάτω στο γιαλό, έβγαζε το ράσο του το άπλωνε στη θάλασσα και περπατούσε πάνω στο νερό μέχρι την απέναντι πλευρά του κόλπου, όπου βρισκόταν ο Αγιος Σώστης. Αναβε τα καντήλια της εκκλησίας και γυρνούσε με τον ίδιο τρόπο πίσω. Όταν πέθανε ο καλόγερος, ο τότε ηγούμενος του μοναστηριού είδε όραμα τη Μαύρη Παναγία που του ζητούσε να τη φέρουν στους κόλπους της Παναγιάς της Τουρλιανής και έτσι αυτή η Παναγία βρίσκεται εκεί μέχρι σήμερα. Μπροστά της στέκει μια άλλη Παναγία, εκείνη του Τραγονησιού. Το Τραγονήσι είναι ένα μικρό νησί που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Μυκόνου και ανήκει στην περιουσία του Μοναστηριού. Χρησιμοποιείται σαν βοσκοτόπι και ζούνε εκεί οι αγρότες που δουλεύουν για τη Μονή. Κάποτε, λοιπόν, με θεμέλια τα μισά τοιχώματα και το βαθούλωμα ενός βράχου έχτισαν ένα μικρό ξωκλήσι της Παναγίας για να μπορούν να λειτουργούνται. Οι λειτουργίες γίνονταν και γίνονται πάντα με εσπερινό και καταλήγουν στο κλασικό μυκονιάτικο πανηγύρι, δηλαδή βράζουν κατσίκι, πίνουν το ζωμό, τρώνε τα κοψίδια του και άλλα εδέσματα. Παίζουν μουσική με σαμπούνες, σουράβλια και τουμπάκι. Οι ημερομηνίες για τις λειτουργίες δεν είναι τακτικές, πρέπει να έχει καλοσύνη για να το αποφασίσουν. Λέγεται πως κάποτε θέλησαν να πάνε και γυναίκες σε αυτή τη λειτουργία και μπήκαν σε μια βάρκα από τη Μύκονο με τον παπά, η βάρκα όμως βούλιαξε και ο παπάς πνίγηκε. Θεωρήθηκε πολύ κακό σημάδι και πίστεψαν ότι οι λειτουργίες αυτές πρέπει να γίνονται μόνο για άντρες. Έτσι, η Παναγιά του Τραγονησιού είναι ένα πλωτό Αγιον Ορος του Αιγαίου. Η εικόνα της φυλάσσεται στην Παναγιά την Τουρλιανή και μεταφέρεται μόνο όταν λειτουργείται η εκκλησιά. Στη Μύκονο υπάρχουν άγγελοι… σας λέω, από πολύ παλιές μαρτυρίες του νησιού. Θα ήταν τα χρόνια του Μεσαίωνα, κατά τη διάρκεια της τουρκικής, βενετικής κατοχής, η πόλη της Μυκόνου περιοριζόταν στα όρια ενός κάστρου που ξεκινούσε από το Δημαρχείο, αγκάλιαζε τη Σαπιονέρα, τη μικρή βενετιά και έφτανε μέχρι την Αλευκάντρα. Εκεί απλωνόταν ένας κήπος και ένα πηγάδι και πιο πάνω οι μύλοι. Μια μέρα κάποιος πήγε να πάρει νερό από το πηγάδι, μα αντί για νερό στον κουβά του έβγαλε το εικόνισμα μιας Παναγιάς. Η συγκίνηση του λαού δεν περιγράφεται για το θαύμα που τους ενίσχυε την πίστη για τον αγώνα, για τη λευτεριά. Γρήγορα αποφάσισαν να χτίσουν εκεί που τη βρήκαν μια εκκλησιά και μάλιστα το πηγάδι να γίνει η αγία της Τράπεζα και από το αγιασμένο της νερό να γίνεται ο αγιασμός. Τα οικονομικά τους όμως από τις λεηλασίες και τους δυσβάσταχτους φόρους των κατακτητών ήταν πολύ δύσκολα. Αποφάσισαν, λοιπόν, να γίνει με προσωπική εργασία. Πήγαν την πρώτη μέρα, έσκαψαν, έβαλαν τις κολόνες και άρχισαν να σηκώνουν τα τείχη μέχρι που άρχισε να βραδιάζει και πήγαν σπίτια τους. Το βράδυ οι κάτοικοι του νησιού ξύπνησαν από δυνατούς ήχους σαν κάποιος να έχτιζε κάτι, και νόμιζαν πως είχε ξημερώσει. Όμως, ήταν μαύρα σκοτάδια, μεσάνυχτα και παραξενεμένοι ξανακοιμήθηκαν. Την άλλη μέρα το πρωί, πηγαίνοντας οι χτιστάδες στην εκκλησιά για να συνεχίσουν το χτίσιμο, τι να δουν; Η οικοδομή είχε προχωρήσει, τα τείχη ήταν δυο φορές πιο ψηλά απ’ ό,τι τα είχαν αφήσει και γύρω γύρω υπήρχαν αφημένα σταμνιά κρασί. Δεν μπόρεσαν να λύσουν το μυστήριο και συνέχισαν τη δουλειά τους. Όμως, αυτό έγινε ξανά και ξανά ώσπου αποφάσισαν ένα βράδυ να παραφυλάξουν να δουν τι συμβαίνει. Κρύφτηκαν όπου μπορούσαν, κανείς δεν φαινόταν να έρχεται, ξάφνου όμως είδαν αγγέλους να κατεβαίνουν απ’ τον ουρανό, κρατώντας σταμνιά με κρασί που άφηναν στη γη και μετά έχτιζαν την εκκλησία. Ξύπνησαν τους υπόλοιπους Μυκονιάτες και μέχρι το πρωί η εκκλησία είχε τελειώσει. Ο παπάς έφερε το εικόνισμα και έκανε τα θαρανοίξια, το κρασί των αγγέλων έγινε η πρώτη αγία κοινωνία, απ’ το νερό του πηγαδιού έγινε ο αγιασμός. Η εικόνα έχει το παρανόμι «Παναγιά η Πηγαδιώτισσα» μιας και βρέθηκε στο πηγάδι και η εκκλησία που ήταν η μεγαλύτερη στη χώρα Μεγάλη Παναγιά, που μετά χρόνια, αφού οι Μυκονιάτες πλήθυναν, την έκαναν μητρόπολη και φυσικά ακόμη τη λένε Εκκλησιά η Αγγελοχτισμένη. Αυτές οι εκκλησιές και όσες άλλες ξεχάσαμε, σας περιμένουν μες στην αρμύρα του Αιγαίου, πιστούς ή μη πιστούς, ειδικά το Δεκαπενταύγουστο και στα νιάμερα της Παναγίας… με ένα τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι – Θυμηθείτε «Μια Παναγιά της καρδιάς την πόρτα ανοίγει…»
|